- κατάσκοπος
- (I)ο, η (AM κατάσκοπος)αυτός που κατασκοπεύεινεοελλ.αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμηαρχ.1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις2. αυτός που εξετάζει, που ερευνά και αναφέρει τα πορίσματα τής έρευνας, ο επιθεωρητής3. εξεταστής, ερευνητής4. απεσταλμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. επί-σκοπος, πρό-σκοπος].————————(II)κατάσκοπος, -ον (Α)αυτός που έχει καλυφθεί εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. τού κατάσκεπος].
Dictionary of Greek. 2013.